Η Ιστορία του Μουσείου

Η ίδρυση του Μουσείου Ελληνικών Χειροτεχνημάτων – Τα πρώτα χρόνια
Η ίδρυση του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού το 1918, με την επωνυμία «Μουσείον Ελληνικών Χειροτεχνημάτων», είχε άμεση σχέση με μια σειρά πρωτοβουλιών και εξελίξεων που διαμορφώθηκαν στην πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα.

Σε μία εποχή που το εθνικό ζήτημα βρισκόταν σε έξαρση και η απόδειξη της διαχρονικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού πρόβαλλε επιτακτική, το νεοσύστατο Μουσείο φιλοδοξούσε να καλύψει ένα συγκεκριμένο χρονικό κενό στην επικαλούμενη συνέχεια, δηλαδή την εποχή από την πτώση της Κωνσταντινούπολης μέχρι την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης, προϊστάμενος τότε του τμήματος Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Μουσείου. Κατεξοχήν εκπρόσωπος της γενιάς του 1880, με πλούσιο λογοτεχνικό και κοινωνικό έργο, επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Νικόλαο Πολίτη και τη στροφή προς τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού.

Για την καλύτερη οργάνωση του Μουσείου συστήθηκε Διοικητική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν αρχαιολόγοι, προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών και εκπρόσωποι σωματείων που ασχολούνταν με τα χειροτεχνήματα. Πρώτος διευθυντής ορίστηκε ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Μαλέας.

Για τη στέγαση του Μουσείου παραχωρήθηκε το Τζαμί του Κάτω Συντριβανιού ή Τζαμί Τζισδαράκη, που κτίστηκε το 1759. Στο Τζαμί Τζισδαράκη οργανώθηκε η έκθεση της συλλογής, η οποία περιελάμβανε αντικείμενα λαϊκής τέχνης και καθημερινής χρήσης, που κάλυπταν χρονικά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και προέρχονταν όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από όλες τις περιοχές τις οποίες κατοικούσαν Έλληνες.

Η συλλογή του νέου Μουσείου συγκροτήθηκε με αγορές και δωρεές. Την περίοδο αυτή οι παλαιοπώλες και οι γυρολόγοι του είδους, Έλληνες και ξένοι, αποτελούσαν τους κύριους προμηθευτές για τον εμπλουτισμό της. Βασικό κριτήριο για την επιλογή των αντικειμένων που συλλέγονταν ήταν η καλλιτεχνική και αισθητική τους αξία και μοναδικότητα.

Το Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών και η Άννα Αποστολάκι
Το 1923 το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών». Τότε και μέχρι το 1926 τη διεύθυνση ανέλαβε προσωπικά ο Γεώργιος Δροσίνης. Στόχος του έγινε πλέον «η δημιουργία εθνικής κοσμητικής τέχνης». Στο Μουσείο συγκεντρώνονταν πλέον αντικείμενα από την αρχαιότητα μέχρι τους πιο πρόσφατους χρόνους για να πιστοποιηθεί η συνέχεια της ελληνικής τέχνης. Την ίδια εποχή πολλοί εκπρόσωποι της τάσης του Μεσοπολέμου για αξιοποίηση της παράδοσης, όπως η Αγγελική Χατζημιχάλη, ο Αριστοτέλης Ζάχος, ο Δημήτρης Πικιώνης κ.ά., συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του Μουσείου.

Το 1931 το Μουσείο, έχοντας ως πρότυπο αντίστοιχα ευρωπαϊκά μουσεία, μετονομάστηκε σε «Μουσείον Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης», για να επανέλθει όμως το 1935 στους στόχους και το περιεχόμενο της προηγούμενης επωνυμίας του. Το ίδιο έτος διορίστηκε διευθύντρια η Άννα Αποστολάκι, η οποία κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την καθιέρωση του Μουσείου.

Με την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Μουσείο έκλεισε και τα εκθέματά του μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου και παρέμειναν για πολλά χρόνια.

Το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και η επέκτασή του
Το 1956 τη διεύθυνση του Μουσείου ανέλαβε η Πόπη Ζώρα. Τότε άρχισε η αναδιοργάνωση και η κυριότερη περίοδος ανάπτυξης του Μουσείου. Στις αρχές του 1958 το Μουσείο άνοιξε για το κοινό και το 1959 άλλαξε και πάλι ονομασία: μετονομάστηκε σε «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης». Την περίοδο αυτή το Μουσείο αποκρυσταλλώνει πλέον τη φυσιογνωμία του και το περιεχόμενο των συλλογών του.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το Τζαμί δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πλέον τις εκθεσιακές απαιτήσεις ενός διαρκώς εξελισσόμενου Μουσείου. Το 1973 η κεντρική του έκθεση μεταφέρθηκε στο κτήριο της οδού Κυδαθηναίων 17. Το Τζαμί Τζισδαράκη παρέμεινε σε λειτουργία, στεγάζοντας την έκθεση νεοελληνικής κεραμικής, με αντικείμενα από τη μεγάλη δωρεά της Συλλογής του Βασίλη Κυριαζόπουλου. Μια νέα περίοδος επέκτασης ξεκίνησε έτσι για το Μουσείο, καθώς, δορυφορικά στην κεντρική του έκθεση, προστέθηκαν σταδιακά το Λουτρό των Αέρηδων (1998), το Σπίτι της οδού Πανός 22 (2003) και το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη (2014).

Μετά τη συνταξιοδότηση της Πόπης Ζώρα το 1981, τη διεύθυνση του Μουσείου ανέλαβαν η Ελένη Ρωμαίου-Καρασταμάτη (1982-2008), η Γιαννούλα Καπλάνη (2008-2009), η Μαρία Αυγούλη (2009-2011) και η Έλενα Μελίδη (2011-σήμερα).

Μια νέα περίοδος ξεκινά

Τις τελευταίες δεκαετίες το Μουσείο κινείται σταδιακά προς μία κατεύθυνση τεκμηρίωσης του παραδοσιακού πολιτισμού που θα περιλαμβάνει και τις επιρροές που δέχτηκε, τις ασυνέχειές του, αλλά και την καταγραφή των στοιχείων του καθημερινού υλικού βίου. Ο σημερινός προσανατολισμός της συλλεκτικής πολιτικής και της τεκμηριωτικής και ερμηνευτικής προσέγγισης του Μουσείου επέβαλε την αλλαγή της επωνυμίας του. Από το 2018 ονομάζεται πλέον Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού.

Η κεντρική μόνιμη έκθεση του Μουσείου στην οδό Κυδαθηναίων 17 και το Τζαμί Τζισδαράκη έπαψαν να λειτουργούν το 2014, στο πλαίσιο των εργασιών για τη διαμόρφωση του νέου Μουσείου στο οικοδομικό τετράγωνο των οδών Άρεως-Κλάδου-Βρυσακίου και Αδριανού. Μια νέα περίοδος στην ιστορία του μουσείου ξεκινά.